ανακάτεψη

ανακάτεψη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανακάτεψη" в других словарях:

  • ανακάτεψη — η η ανακάτωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατεύω. ΠΑΡ. ανακατεψιάρης] …   Dictionary of Greek

  • ανακατεψιάρης — ιαρα, ιάρικο [ανακάτεψη] ο ανακατωσιάρης* …   Dictionary of Greek

  • ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] …   Dictionary of Greek

  • ανακάτεμα — το, ατος και ανακάτωμα, το ατος, και ανακατεμός, ο και ανακατωμός, ο και ανακάτεψη, η και ανακάτωση, η και ανακατωσιά, η το να ανακατεύει ή να ανακατεύεται κάποιος: Δε μου αρέσει το ανακάτεμα στα οικογενειακά των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»